Saturday, March 11, 2006

Α όπως Άτυπο

    Εδώ κι ένα μήνα ήταν το μοναδικό μου πήδημα, το πρώτο μετά την καταστροφή. Ένωθα μόνη, απελπιστικά μόνη, πεινασμένη για τρυφερότητα, διψασμένη για φιλιά και αγκαλίες, με τη ζωώδη και αδηφάγα ανάγκη ενός πιράνχας. Τόσο περίεργο είναι; Όλοι έχουμε ανάγκη από μια αγκαλία πότε πότε. Δεν περίμενα τίποτε σπουδαίο  βέβαια, αλλά ούτε ήμουν προετοιμασμένη για μια τέτοια απογοήτευση.
    Κατ' αρχάς, τον είχε μικρό. Τι εννοώ λέγοντας μικρό; Δεν ξέρω... δώδεκα εκατοστά ίσως; Οπωσδήποτε ήτασν κάτι πολύ μικρό. Η παρουσία του ήταν τόσο γελοία - του εργαλείου του εννοώ -, που για μια στιγμή σκέφτηκα να του προτείνω να με πάρει από πίσω, ξέροντας ότι δεν θα πονούσα. Πώς θα μπορούσε να με πονέσει κάτι τόσο μικρό; Εννοείται, βέβαια, ότι δεν ζητάς τέτοια πράγματα από έναν άγνωστο που γνώρισες πριν λίγο σε κάποιο μπαρ. το αποτέλεσμα ήταν να το κάνουμε με τον παραδοσιακό τρόπο, κουλουριασμένοι και μουσκεμένοι σαν χέλια. Οι λεκάνες μας συγκρούονταν ρυθμικά και τον άκουγα να αγκομαχά από πάνω μου, σαν φιλότιμος οριβάτης που προσπαθεί με πείσμα να κατακτήσει την κορυφή μου. όμως εκείνο το μικροσκοπικό όργανο τριβόταν αξιοθρήνητα ανάμεσα στα πόδια μου, γλυστρώντας συνέχεια ανάμεσα στα χείλη, και κάθε νέο σπρώξιμο δεν ήταν παρά μια άλλη μια μάταιη προσπάθεια να μπει μέσα σε μια σπηλιά, το βάθος της οποίας - τόσο από πλευρ΄ς διαστάσεων όσο και όρεξης - δεν ήταν για τα δικά του μέτρα.
     Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο τύπος δεν έλεγε να τελειώσει. Εγώ βογκούσα κι έκανα την ενθουσιασμένη, ελπίζοντας, μάταια, πως θα μελυπόταν και θα τελείωνε ή πως το ψεύτικο πάθος μου θα ξυπνούσε το αληθινό πάθος μέσα του, αλλά που τέτοια τύχη. Ώρες ολόκληρες - ή έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε εμένα - με χούφτωνε, με γέμιζε αδέξια φιλιά και σάλιο, έτριβε το πρόσωπό μου με τα γένια του, που είχε τρεις μέρες να τα ξυρίσει και έγδερναν σα γυαλόχρτο, κι εγώ όλη εκείνη την ώρα σκεφτόμουν ότι έπρεπε οπωσδήποτε να κοιμηθώ έξι εφτά ώρες, παρ' όλο που επρόκειτο μόνο για μια βραδιά, επειδή είχε περάσει μια βδομάδα που κοιμόμουν μόνο τέσσερις ώρες τη μέρα. Τι στάσεις  άλλαξα, τι κόλπα δοκίμασα, τίποτα. Εκείνος δεν έλεγε να τελιώσει. Στο τέλος, η μόνη λύση που μου απέμεινε ήταν να τον ρωτήσω μήπως συνέβαινε τίποτα. Μου είπε πως όχι και πως του άρεσε να το κάνει να διαρκεί πολύ παρά να τελιώνει στα γρήγορα. Δεν ξέρω αν αυτή ήταν η αλήθεια ή αν υπήρχε κάποια άλλη πιο ρεαλιστική απάντηση, ότι δεν του άρεσα αρκετά, για παράδειγμα, ή ότι είχε περάσει όλο το απόγευμα τραβώντας μαλακία στην τουαλέτα, δεν ξέρω. Μη νομίσετε πως είμαι καμιά αναίσθητη σκύλα. κατέβαλα φιλότιμες προσπάθειες να φαίνομαι γοητευτική και να μην τον αφήσω να καταλάβει ότι επρόκειτο για φοβερή αποτυχία, για πασιφανή πρίπτωση σωματικής και χημικής ασυμβατότητας, για μια από τις χειρότερες εμπειρίες που έχω ζήσει στα εικοσιτέσσερα χρόνια της ύπαρξής μου. Και όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τις τύψεις και το φόβο που συνεπάγεται κάθε περιστασιακή επαφή στην εποχή του AIDS.
    Την ώρα που έφευγε, μπορούσα σχεδόν να μαντέψω τη σκέψη του: Δεν θα υπήρχε επόμενη φορά. Όσον αφορά εμένα, αυτό με έβρισκε απολύτως σύμφωνη. Ίσως τον ξανασυναντούσα σε κανένα μπαρ. Αν δεν καταφέρει να με αποφύγει ή δε βρει άλλη σερβιτόρα να τον σερβίρει, θα μου μιλήσει με ύφος αφηρημένο, προσποιούμενος ότι δεν θυμάται τι έχει γίνει. Δεν έχει σημασία. Ή ίσως και να έχει. Κατά βάθος όλες οι γυναίκες έχουμε μια δόση περιφάνειας - είτε μας αρέσει είτε όχι - και πάντα μας πονάει να ανακαλύπτουμε ότι δεν σταθήκαμε στο ύψος μας, ότι δεν αρέσαμε αρκετά. Εκείνη την μέρα αυτή ακριβώς η βεβαιότητα ήταν που με ενοχλούσε. Έπειτα όμως θυμήθηκα ορισμένες φορές που ο άλλος κατέληγε να με ερωτευτεί ενώ εγώ όχι, και πόσο άσχημα αισθανόμουν μετά επειδή έπρεπε να αποκρούω τις πολιορκίες του και να βλέπω τα κατεβασμένα του μούτρα. Αυτό το σύμπλεγμα ενοχής, αυτή η ντροπή που μου ήταν τόσο ξένη... Και σχεδόν μου φάνηκε ότι αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να μου συμβεί: ούτε και σ' αυτόν να άρεσε η έκβαση του άκαρπου αγώνα μας, και αυτό παρ' όλο που το εγώ μοου είναι τόσο αχόρταγο, ώστε να απαιτεί κάθε φορά να ικανοποιηθεί ο άλλος ακόμα κι αν δεν ικανοποιηθώ εγώ.
   Ο ήχος που έκανε η πόρτα του διαμερίσματός μου αντήχησε μέσα μου πολλαπλασιασμένος επί χίλια. Προσπαθώντας να καταπνίξω τον πάταγο, έχωσα το κεφάλι στο μαξιλάρι και ένιωσα τα δάκρυα να βγαίνουν από μέσα μοου  ορμητικά και ασυγκράτητα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η μαξιλαροθήκη έγινε μούσκεμα και ένα απέραντο λευτό απλώθηκε μπροστά μου. Το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν η παγωμένη εικόνα του Ίαν, πάντα ο Ίαν, αποτυπωμένος στον αμφιβληστροειδή μου σαν αρνητικό φωτογραφίας. Μια εικόνα χαραγμένη σε πυρωμένο σίδερο, που ένας μήνας βυθισμένος στην Έκσταση δεν κατάφερε να σβήσει.
..... .....
Όταν πήγαινα σχολείο, με ενοχλούσε πολύ που ο Θεός ήταν άντρας. Από τη στιγμή που μου ξεκαθάρισαν ότι ο Θεός ήταν άντρας, άρχισα να νιώθω πιο μικρή, επειδή είχα γίνει ένα πλάσμα δεύτερης κατηγορίας, χωρίς να φταίω εγώ γι αυτό. Αν ο Θεός με είχε πλάσει κατ' εικόνα και ομοίωσή του, γιατί με είχε κάνει κορίτσι, αφού Αυτός ήταν άντρας; Και σαν να μην έφτανε αυτό, επρόκειτο για τον Πατέρα Θεό, που στις προσευχές μας αποκαλούσαμε "Πάτερ Ημών". Ο πατέρας μοου έφυγε από το σπίτι όταν ήμουν τεσσάρων, γι' αυτό δεν πίστευα ιδιαίτερα στην ανάγκη ύπαρξης ενός πατρικού μοντέλου, ούτε θεωρούσα ότι ένας άντρας, απλά και μόνο επειδή ήταν πατέρας μου, είχε την υποχρέωση να μου δείχνει ιδιαίτερη προσοχή. Επιπλέον, ο Θεός ήταν άντρας και, λογικά, θα έπρεπε να ασχολείται πρώτα με τους ομοίους του, μ' εκείνους τους βλάκες που έκαναν φασαρία από την άλλη πλευρά του τοίχου, εκείνους τους μικρούς που πήγαιναν στο σχολείο των Μαριανών και τους οποίους συναντούσα στο λεοφορείο, που μπορούσαν να παίζουνμπάλα και να σκαρφαλώνουν στα δέντρα και δεν χρειαζόταν να φοράνει γελοίες κορδέλες για να συγκρατούν τα μαλλιά τους.
... ...
   Στο κάτω κάτω ο Ιησούς είχε μαζέψει τα υπάρχοντά του και τριγύριζε μαζεύοντας μαθητές από δω κι από κει, πολλαπλσιάζοντας ψωμιά και ψάρια, ανασταίνοντας νεκρούς, θεραπεύοντας ασθενείς, περπατώντας στο νερό,  προσηλυτίζοντας εκατόνταρχους και δίνοντας ζωή στα γλέντια. Η Παρθένος, όμως, τι είχε κάνει στη ζωή της; Η Παρθένος, αν και Μητέρα του Θεού, δεν ήταν παρά ένα δευτερεύον πρόσωπο των Γραφών, που εμφανιζόταν στις εικόνες ακίνητη και παραιτημένη, επάνω στο σύννεφό της, με τα χέρια ενωμένα στο ύψος του στήθους και με μια έκφραση που έδειχνε υπομονετική πλήξη. Ακόμα και τα θαύματα που έκανε έμοιαζαν δέυτερης κατηγορίας. Το Βατικανό χρειάστηκε χρόνια για να τα αναγνωρίσει.
... ...
(συνεχίζεται στο "ΕΡΩΤΕΣ ΑΠΙΣΤΙΕΣ & άλλοι πειρασμοί" - Λουθία Εστσεμπαρία (Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ)
   
 

No comments:

Zoitsa the Gaian